- περιπόδιον
- το носок; гольф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπόδιον — going round the feet neut nom/voc/acc sg περιπόδιος going round the feet masc acc sg περιπόδιος going round the feet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποδίῳ — περιπόδιον going round the feet neut dat sg περιπόδιος going round the feet masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PERIPODIUM — Graecis περιπόδιον, limbus vestis dictus est, quod circa pedes iret. Glossae, limbus, πέζα, κύκλος, περιπόδιον. Apud Ptolemaeum in Virginis asterismo, ςθύρμα περιπόδιον dicitur. Vide supra in Periclysis … Hofmann J. Lexicon universale
περιπόδιος — α, ο / περιπόδιος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. ιων. τ. περιποδίη Α νεοελλ. (μόνον το ουδ. ως ουσ.) το περιπόδιο περίβλημα που φοριέται γύρω από τα πόδια, η κάλτσα αρχ. 1. αυτός που τοποθετείται γύρω από τα πόδια, που τά περιβάλλει («τὸν περιπόδιον κόσμον»,… … Dictionary of Greek
INSTITA — matronatum ornamentum. Stolam enim ad talos, ut loquitur V. Flacc. dem issam, Instita ad oram ornabat, docome Turnebo, l. 29. ubi duo insignia in cultu Matronarum notar, vitas, queis crines ligabantur et talarem tunicam adsutâ Instita cultam.… … Hofmann J. Lexicon universale
περιπόδιο — το, Ν περιπόδιον Α βλ. περιπόδιος … Dictionary of Greek